- περιβλήμασιν
- περίβλημαgarmentneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία … Dictionary of Greek